- φυτοαλεξίνη
- η, Νβοτ. χημική ένωση μικρού μοριακού βάρους, η οποία παράγεται από ένα ανώτερο φυτό-ξενιστή και αναστέλλει την ανάπτυξη ενός παθογόνου μύκητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytoalexin].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.